αγριομανώ

αγριομανώ
(I)
(-έω)
(για φυτά) βγάζω άφθονους βλαστούς και φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αγρία + παραγωγ. κατάλ. – μανώ.
ΠΑΡ. αγριομανητό].
————————
(II)
(-έω)
(για τον άνεμο) προξενώ μεγάλη ταραχή, πνέω ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άγριος + παραγωγική κατάληξη – μανώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγριομανώ — αγριομάνησα, έχω άφθονη άγρια βλάστηση: Εδώ μονάχα την άνοιξη αγριομανά ο τόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… …   Dictionary of Greek

  • αγριομανητό — (I) το [αγριομανώ] άφθονη βλάστηση κλώνων και φύλλων. (II) το μεγάλος θόρυβος, μεγάλη ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγριος + μάνητα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”